- ύπνος
- Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο.
Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή πίεση, η συχνότητα των καρδιακών παλμών· ο μεταβολισμός φτάνει σε τιμές κατώτερες από εκείνες που παρατηρούνται σε άλλες περιπτώσεις ανάπαυσης. Η πυκνότητα των ούρων αυξάνει και ελαττώνεται η συχνότητα των ουρήσεων. Η συχνότητα των αναπνοών παθαίνει ελαφρές μεταβολές, και αυξάνει αντίθετα η έκκριση ιδρώτα, ενώ υπάρχει τάση πλευρικής αναπνοής και ελάττωσης του αερισμού των πνευμόνων.
Ο ύ. θεωρείται από τους σύγχρονους φυσιολόγους ως ενεργητική διαδικασία, την οποία ελέγχουν ορισμένα γνωστά τμήματα του εγκέφαλου: σήμερα γνωρίζουμε καλά τα κέντρα του ύ. στα οποία επιδρά το μηχανικό ή χημικό ερέθισμα, προκαλώντας τον ύ. Κατά τον τρόπο αυτόν δρουν τα υπνογόνα φάρμακα--υπνωτικά, του είδους του βερονάλ, λουμινάλ κ.ά.
Οι διαταραχές του ύ. διακρίνονται σε υπερβολικό ύ., σε μειωμένο και σε αϋπνία. Ο υπερβολικός ύ. μπορεί να είναι κατάσταση ιδιοπαθής (τυπικό παράδειγμα τα παχύσαρκα άτομα), ή παθολογική (η τελευταία οφείλεται σε δηλητηρίαση από αλκοόλ ή οπιούχα), σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, ή σε πιο χαρακτηριστικές παθήσεις, όπως η νόσος του ύ. (που προκαλείται από ένα παράσιτο, το τρυπανόσωμα) και η επιδημική ή ληθαργική εγκεφαλίτιδα, που οφείλουν το κύριο σύμπτωμά τους σε βλάβη των νευρικών κέντρων του ύ. Ο λίγος ύ., η αϋπνία μπορεί να είναι ιδιοπαθείς ή επίκτητοι· οι επίκτητες μορφές χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια βάθους ή διάρκειας του ύ., από καθυστέρηση της ώρας έναρξης του ύ. ή από πρόωρη αφύπνιση. Η αϋπνία προκαλείται κάτω από ειδικές συγκινησιακές καταστάσεις, από κατάχρηση διεγερτικών ουσιών και, καμιά φορά, από δυσπεψία ή υπερβολική μυϊκή εργασία.
Ανεξάρτητα από τις αιτιολογικές θεραπείες, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αϋπνίας πλήθος θεραπευτικών μέσων (καταπραϋντικά) με τα οποία, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, επιτυγχάνεται η εξάλειψή της.
Πιέρο ντελά Φραντσέσκα: «Ύπνος και όνειρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου».
Μικροί μαθητές νηπιαγωγείου της Κορέας την ώρα που κοιμούνται (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο / ὕπνος, ΝΜΑ1. περιοδική λειτουργική κατάσταση τού οργανισμού και κυρίως τού νευρικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται από αμέσως αντιστρεπτή κατάργηση τής εγρήγορσης και μείωση τής αντίδρασης στα ερεθίσματα (α. «μέ πήρε ο ύπνος κι έγειρα...» β. «ἡδὺν δὲ καὶ πρᾱόν τινα ὕπνον καθεύδειν», Μέν.γ. «ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνει», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. κατάσταση αδράνειας ή νωθρότητας3. ως κύριο όν. ο Ύπνοςμυθ. γιος τής Νυκτός και τού Ερέβους, δίδυμος αδελφός τού Θανάτου4. φρ. «καθ' ύπνον» ή «καθ' ύπνους» — στη διάρκεια τού ύπνου, στη διάρκεια τού ονείρουνεοελλ.1. άλλη κοινή ονομασία είδους τού φυτού παπαρούνα, γνωστού με τη λόγια ονομασία μήκων η υπνοφόρος2. φρ. α) «χειμέριος ύπνος» — η χειμερία νάρκηβ) «αιώνιος ύπνος» — ο θάνατοςγ) «νόσος τού ύπνου»ιατρ. η αφρικανική τρυπανοσωμίασηδ) «δεν μέ πιάνει [ή δεν μού μπαίνει] ύπνος» — πάσχω από αϋπνία, θέλω να κοιμηθώ αλλά δεν μπορώε) «κοιμάται τον ύπνο τού δικαίου» — έχει ήσυχη τη συνείδησή τουστ) «ούτε στον ύπνο μου δεν τό περίμενα» — δεν μπορούσα να έχω τέτοιες ελπίδες·ζ) «αυτά τά είδε στον ύπνο του» — αυτά είναι δημιουργήματα τής φαντασίας τουη) «είδα στον ύπνο μου» — ονειρεύθηκα3. παροιμ. α) «κάλλιο ύπνο παρά δείπνο» — λέγεται για άνθρωπο οκνηρό, που προτιμάει να κοιμηθεί παρά να φάειβ) «γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος [ή παλιά ρούχα] τη λαμπρή» — ο υπναράς και ο τεμπέλης δεν κάνουν προκοπήγ) «η αλεπού στον ύπνο της κοκόρια [ή κοτόπουλα] ονειρεύεται» ή «η αλεπού στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει» — ό,τι επιθυμεί πολύ κανείς, εκείνο τόν απασχολεί πάνταμσν.-αρχ.1. ο θάνατος (α. «τὸν θάνατον βαθὺν ὕπνον καὶ λήθην τιθέμενοι», Αθηναγ.β. «κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον», Ομ. Ιλ.)2. (με τη χριστιανική έννοια) θάνατος, κοίμηση («ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς... ὑπὲρ ζωῆς τοῡ κόσμου ἀπέθανεν,... καλεῑται λοιπὸν ὁ θάνατος ὕπνος καὶ κοίμησις», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.φρ. α) «ὕπνος ἐπέρχεται» και «ὕπνος ἐπορσύει» και «ὕπνος ἱκάνει» και «ὕπνος ἔχει» και «ὕπνος λαμβάνει» και «ὕπνος αἱρεῑ» — τόν πιάνει [κάποιον] ο ύπνος (Ομ. Οδ. και Ομ. Ιλ.)β) «ἀνορσύω [ή ἐγείρομαι] ἐξ ὕπνου» — ξυπνώ (Ομ. Ιλ.)γ) «ὕπνον ἀπολακτίζω» — αποδιώχνω τον ύπνο (Αισχύλ.)δ) «ἀποσείομαι τὸν ὕπνον» — διώχνω τον ύπνο, απαλλάσσομαι από τον ύπνο (Λουκιαν.)ε) «ἐν ὕπνῳ» — και «ἐν τοῑς ὕπνοις» — στη διάρκεια τού ύπνου, στον ύπνο, στο όνειρο (Ευρ., Πλάτ.)στ) «περὶ πρῶτον ὕπνον» και «περὶ πρώτους ὕπνους» — στον πρώτο ύπνο, στο πρωτοΰπνι (Αριστοφ., Θουκ., Εύβουλ.)ζ) «διὰ μέσων τῶν ὕπνων» — στη μέση τού ύπνου, στον βαθύ ύπνο (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὕπ-νος (< ΙΕ τ. *sup-nos) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *swep- / *sup- «κοιμάμαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. svapiti, αρχ. σλαβ. sŭpati, ρωσ. spatĭ, λατ. sōpio) και εμφανίζει επίθημα -no-, το οποίο απαντά και σε άλλους ΙΕ τ. με την ίδια σημ.: αρχ. σλαβ. sŭnŭ, αρχ. ινδ. svapna, λατ. somnus, αρχ. ιρλδ. sūan (για ανάλογους τ. τής Ελληνικής με επίθημα -no- προερχόμενο από την ΙΕ πρβλ. ἀμ-νός, ποι-νή, ὠλέ-νη). Στην ίδια ρίζα με τη λ. ὕπνος ανάγεται και ο τ. ὕπαρ «προφητικό όνειρο, όραμα», ο οποίος, όμως, εμφανίζει επίθημα με –τα και διαφοροποίηση ως προς τη σημ., η οποία παρατηρείται και σε άλλους τ. τής οικογένειας αυτής (πρβλ. αρχ. ινδ. svapna- «ύπνος, όνειρο», λιθουαν. sāpnas «όνειρο»), βλ. και λ. ὕπαρ.ΠΑΡ. υπναλέος, νπνώ(-ώνω), υπνώττωαρχ.υπνηρός, υπνιακός, υπνίζω, υπνικός, υπνώδης, υπνώω(αρχ.μσν.) υπνηλόςμσν.ύπνιον, υπνοτικόςνεοελλ.υπνάκος, υπναράς, υπνιάζω, υπνιάρης, υπνόνη.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υπνοφόροςαρχ.υπναπάτης, υπνοδότης, υπνοποιός, υπνοτράπεζος, υπνοφανής, υπνοφόβηςαρχ.-μσν.υπνομαχώμσν.- νεοελλ.υπνοβότανο(ν)νεοελλ.υπναγωγικός, υπναλγία, υπνοβασία, υπνοβάτης, υπνογένεια, υπνογόνος, υπνοδωμάτιο, υπνοθεραπεία, υπνολάλος, υπνολογία, υπνοναστία, υπνοπάθεια, υπνοπαιδεία, υπνουρία, υπνοφαντασία, υπνοφοβία, υπνοφρενία, υπνοψυχίτες. (Β' συνθετικό) άγρυπνος, άυπνος, έξυπνος, ολιγόυπνος, φίλυπνοςαρχ.αιένυπνος, βαθύυπνος, βαρύυπνος, βραχύυπνος, δύσυπνος, ένυπνος, εύυπνος, ημίνπνος, κάθυπνος, κακόυπνος, περίνπνος, πολύυπνος, ωμόυπνοςνεοελλ.αλαφρόυπνος].
Dictionary of Greek. 2013.